- έλκωμα
- το (AM ἕλκωμα)νεοελλ.τραύμα που έγινε έλκοςαρχ.-μσν.1. πληγή2. τμήμα τού κορμού δέντρου χαραγμένο για συγκέντρωση ρητίνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἕλκωμα — sore neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλκωμα — το, ατος τραύμα που κατάντησε έλκος, πληγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑλκωμάτων — ἕλκωμα sore neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώμασιν — ἕλκωμα sore neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλκώματα — ἕλκωμα sore neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
RESINA — ut eliciatur, τὴν πέυκην, i. e. piceam, in cortice vulnerari et corticem ipsum auferri, ait Theophrastus; quô factô ςυῤῥεῖ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης, confluit in vulneus abundantior humiditas: at in abiete et pinu lignum etiam ipsum… … Hofmann J. Lexicon universale
έκθλιμμα — ἔκθλιμμα, το (Α) έλκωμα δερματικό που οφείλεται σε έκθλιψη … Dictionary of Greek